Υπάρχει μια πολύ συχνή συζήτηση στους κύκλους των recruiters σχετικά με το κατά πόσο είναι καλύτερη η επιλογή ενός “ενεργού” ή ενός “παθητικού” υποψηφίου. Για να εξηγήσω λίγο τους όρους ώστε να γίνει περισσότερο κατανοητό, “ενεργός” θεωρείται ένας εργαζόμενος ή άνεργος ο οποίος εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για μια θέση εργασίας ή για μια εταιρία στέλνοντας το CV του. Κοινώς, είναι εκείνος που ψάχνει ενεργά για μια καινούρια αρχή. “Παθητικός” είναι ο υποψήφιος που συνήθως έχει “ανεβάσει’ το CV του σε websites αναζήτησης εργασίας ή έχει φτιάξει το προφίλ του στα social media (κυρίως στο LinkedIn) και περιμένει οι εταιρίες να επικοινωνήσουν μαζί του για να συζητήσουν μια θέση. Τι είναι όμως προτιμότερο;
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η αναζήτηση υποψηφίων μέσω των social media είναι πολύ πιο αποδοτική γιατί μπορείς να βρεις περισσότερα άτομα που να διαθέτουν την εμπειρία και τις ικανότητες που θέλεις. Η δημοσίευση μιας αγγελίας αφενός στοιχίζει, αφετέρου οδηγεί πολλές φορές σε πολύ μεγάλο όγκο βιογραφικών σημειωμάτων που πρέπει να αξιολογηθούν, χωρίς απαραίτητα να σημαίνει ότι κάπου εκεί μέσα στο σωρό υπάρχουν υποψήφιοι που ταιριάζουν στις απαιτήσεις της θέσης. Οι “πολύ καλοί” μπορεί απλώς να μην είδαν την αγγελία.
Ωστόσο, η άλλη πλευρά υποστηρίζει ότι οι ενεργοί υποψήφιοι, ακόμα και αν είναι άνεργοι για κάποιο διάστημα, δε σημαίνει ότι έχουν λιγότερες ικανότητες ή εμπειρία. Ένας υποψήφιος που έχει μπει στη διαδικασία εύρεσης εργασίας, αν μη τι άλλο, έχει αποφασίσει ότι θέλει μια επαγγελματική αλλαγή και το κυνηγάει, σε αντίθεση με έναν υποψήφιο που έχει φτιάξει ένα online προφίλ, αλλά ίσως πιο δύσκολα θα πάρει την απόφαση να αλλάξει δουλειά. Επίσης, από προσωπική εμπειρία, έχω παρατηρήσει ότι οι υποψήφιοι που βρέθηκαν μέσω online αναζήτησης, χωρίς δηλαδή να έχουν στείλει το CV τους οι ίδιοι, έρχονται πολλές φορές σε ένα interview περισσότερο από περιέργεια, ή για να διερευνήσουν τι άλλο υπάρχει εκεί έξω, μιας και δεν επικοινώνησαν εκείνοι με την εταιρία, αλλά η εταιρία μαζί τους.
Όπως και να έχει και οι δύο τρόποι είναι αρκετά ωφέλιμοι για όποιον ενδιαφέρεται να βρει μια νέα δουλειά και επομένως, είναι σημαντικό να χρησιμοποιούνται και οι δύο γιατί μόνο έτσι αυξάνονται οι πιθανότητες να βρεθεί μια ευκαιρία εργασίας. Παρόλα αυτά, πριν πούμε το “ναι” σε ένα interview θα πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι μας ενδιαφέρει πραγματικά η θέση που θα συζητηθεί, διαφορετικά απλώς σπαταλάμε το χρόνο μας ενώ παράλληλα δημιουργούμε κακή εντύπωση στην εταιρία που μας επιλέγει.